Αναδημοσιεύουμε άρθρο του καθηγητή του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών κου Κωνσταντίνου Χλωμούδη από το περιοδικό Μεταρρύθμιση (www.metarithmisi.gr)
Μετά από πειραματισμούς 8 μηνών, σε κυβερνητικό επίπεδο, για το διοικητικό φορέα της ναυτιλίας, η απόφαση (άραγε ποιοι έχουν την ευθύνη λήψης της;) να ανατεθεί στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, δείχνει περισσότερο άγνοια, που οδηγεί σε αναχρονισμό, ενώ δείχνει ακόμη την ανευθυνότητα από τη μεριά των ομιλούντων επί της ναυτιλίας, στη διαμόρφωση αυτής της επιλογής.
Είναι προφανές ότι η απόφαση αυτή, θα κριθεί σύντομα τα προσεχή χρόνια ως ανεπαρκής και υπονομευτική για την εθνική ναυτιλία, αλλά και οπισθοδρομική για τη χώρα, που θέλει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών για διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης και στα των θαλασσίων μεταφορών. Απόφαση που εμφανίζει την κυβέρνηση ως υποχείρια απειλών εφοπλιστών, η πλειοψηφία των οποίων έχουν από καιρού επιλέξει ... άλλες σημαίες!
Δεν είναι δα και πολύ παλιά η διατυπωθείσα θέση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη (Ημερησία, 03/02/2010), ότι «αποτελεί στρέβλωση και αναχρονισμό η κύρια άσκηση καθηκόντων ναυτιλιακής πολιτικής από το Λιμενικό Σώμα, όπως ζητείται από τους Έλληνες εφοπλιστές και δευτερευόντως η άσκηση καθηκόντων που αφορούν στην ασφάλεια».
Ο Υπουργός, την 1η Ιουλίου, είχε την πρώτη συνάντηση με την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών για τα θέματα της ναυτιλίας, μιας και μετά τις παλινωδίες της κυβέρνησης, η ευθύνη της ποντοπόρου ναυτιλίας ανατέθηκε στις αρμοδιότητες του Υπουργείου του (!!!).
Προς στιγμήν, έχουν ηγεμονεύσει οι θιασώτες της επιστροφής στο χθες. Αυτοί που ουσιαστικά Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει προηγούμενο κατάτμησης του κλάδου. Πουθενά δεν ασκείται Ναυτιλιακή Πολιτική από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ή από την Ακτοφυλακή. επιμένουν στη διατήρηση ενός απαρχαιωμένου ιεραρχικού στρατιωτικού μοντέλου διοίκησης, που όμοιό του βέβαια δεν συναντάται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, πόσο μάλλον σε άλλες, ναυτιλιακά ισχυρές χώρες. Επικράτησαν αυτοί που εμμέσως πλην σαφώς παίρνουν ρεβάνς από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, στο χώρο της ναυτιλίας, μετά τη σαφή υποστήριξή τους στη δικτατορία των συνταγματαρχών της επταετίας 1997-2004. Επέβαλλαν ένα μοντέλο που γενικά αντίκειται στις αρχές των σύγχρονων δημοκρατικών και αξιοκρατικών συστημάτων δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται για το αποτυχημένο σύστημα που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε με βάση τα δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών, λειτούργησε απόλυτα ελεγχόμενα από συντεταγμένα οικονομικά συμφέροντα σε ό,τι αφορά στη ναυτιλιακή πολιτική της χώρας, απλώς αναπαράγοντας χαμηλής ποιότητας διεκπεραιωτική υπηρεσία, διοχετεύοντας με περισσό θράσος την άποψη ότι το «θαύμα» της Ελληνικής Ναυτιλίας δεν οφείλεται τόσο στην ικανότητα του έλληνα εργαζόμενου στη ναυτιλία και στην επιχειρηματικότητά τους, αλλά στην αποτελεσματικότητα του Λιμενικού Σώματος…!
Η Ε.Ε., με κάθε τρόπο, εδώ και αρκετά χρόνια βιώνει το πρόβλημα με την αντικοινοτική λειτουργία του φορέα που εκπροσωπεί τη χώρα στα της ναυτιλίας. Δεν εκπροσωπεί τη χώρα, ή έστω την κυβέρνησή της, αλλά συντεχνιακά συμφέροντα μιας κατηγορίας εφοπλιστών, οι οποίοι δεν διακρίνονται για την επιλογή της ελληνικής σημαίας στα πλοία τους. Ενδεικτική είναι η προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κατά της Ελλάδας, ζητώντας να καταδικάσει τη χώρα μας διότι κατέθεσε νομοθετική πρόταση για την ασφάλεια στα πλοία και τα λιμάνια στο πλαίσιο του ΙΜΟ, παρακάμπτοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι προφανής η ανάγκη να υπάρχει ενημέρωση για τις απόψεις που υποστηρίζουν στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ) οι εκπρόσωποι των κρατών. Γνωρίζει κανείς με ποιο τρόπο λαμβάνονταν οι αποφάσεις για τις θέσεις της χώρας μας στο ΙΜΟ; Μπορεί κάποιος να μάθει ποιες είναι οι θέσεις της χώρας μας στον οργανισμό αυτό, για να τις κρίνει; Αυτό, ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάφερε να το παρακολουθήσει εύκολα, γι’ αυτό και στην ουσία μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιχειρεί να εισέλθει στους κόλπους του ΙΜΟ…
Αυτό το σύστημα επικράτησε για να ξεπεράσει προβλήματα που δημιούργησε η χωρίς προετοιμασία και οργάνωση κατάργηση του τέως Υπουργείου επί της ναυτιλίας. Γυρίζοντας έτσι πιο πίσω και από την κατάσταση που θέλησε να διορθώσει αυτή η κυβέρνηση.
Είναι το σύστημα, το οποίο, αδιαφορώντας για τα πραγματικά συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλιακής δημόσιας διοίκησης και τις προκλήσεις για εκσυγχρονισμό της νέας εποχής, προτείνει τη διάσπαση της ενιαίας μορφής των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλιακής Πολιτικής, με κριτήρια υποταγής σε πιέσεις και συγκεκριμένα συμφέροντα, με παράλληλη διατήρηση στρατιωτικής μορφής διοίκησης, μεταξύ άλλων σε Υπηρεσίες όπως η ναυτική εκπαίδευση, η ναυτική εργασία, η ναυτιλιακή πολιτική και ανάπτυξη, η παρακολούθηση θεμάτων διεθνών και ευρωπαϊκών Οργανισμών, η παραγωγή νομοθετικού έργου, ο εξειδικευμένος τεχνικός έλεγχος ασφάλειας πλοίων και λιμένων και η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, καθώς και η εποπτεία ελεγκτικών Φορέων.
Μας καθιστά ως χώρα «περίγελο», καθώς η ακτοφυλακή, πουθενά σε Ε.Ε. και Η.Π.Α. δεν ασκεί μονομερώς ναυτιλιακή πολιτική (π.χ. COAST GUARD, και MARAD στις ΗΠΑ) σε θέματα ναυτιλιακής ανάπτυξης, επενδύσεων, εκπαίδευσης, θαλασσίων μεταφορών, ναυτικής εργασίας, εκπροσώπησης σε Ευρωπαϊκούς ή Διεθνείς Οργανισμούς.
Το ενιαίο της Διοίκησης της ναυτιλίας, είναι πρωταρχικής σημασίας για την επίτευξη οφέλους στην εθνική οικονομία. Ο ναυτιλιακός κλάδος είναι η ποντοπόρος ναυτιλία, η ακτοπλοΐα, οι λιμένες, ο θαλάσσιος τουρισμός και το σύνολο των δραστηριοτήτων που εκτείνονται από την έρευνα και ανάπτυξη, μέχρι τα σκάφη αναψυχής και τις υπηρεσίες λιμανιών. Με δεδομένη την καθολικά αναγνωρισμένη αλληλοσυσχέτιση των θεμάτων που απασχολούν τους επιμέρους κλάδους, για την απαραίτητη λήψη μέτρων και την άσκηση πολιτικών είναι αναγκαία η ενιαία αντιμετώπιση.
• Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει προηγούμενο κατάτμησης του κλάδου. Πουθενά δεν ασκείται Ναυτιλιακή Πολιτική από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ή από την Ακτοφυλακή.
• Αντίθετα, παντού, σε Ευρώπη και Αμερική, βαθαίνει η διάκριση των εξουσιών ανάμεσα στους ασκούντες πολιτική και στους ελέγχοντες. Και παρατηρείται η θεσμοθέτηση ανεξάρτητων αρχών που καθίστανται υποχρεωτικές από Διεθνείς Συμβάσεις ή Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.
• Η άσκηση δημόσιας ναυτιλιακής πολιτικής, με ενιαίο και σαφή τρόπο, είναι κρίσιμη λόγω του μεγέθους της ναυτιλίας. Παράλληλα, υπηρετείται η σκληρή προτεραιότητα των καιρών για εξοικονόμηση αλλά και αξιοποίηση πόρων (ανθρώπινων και χρηματικών).
• Η θεσμική σαφήνεια και διαφάνεια, θα επιφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στη ναυτιλία, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και στην παρέμβαση της χώρας μας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Εύκολα άλλωστε αποδεικνύεται η μικρή έως ελάχιστη αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των πρώην Υπουργείων Υ.Ε.Ν. και Υ.Ε.Ν.Α.Ν.Π. στους παραπάνω τομείς, που οφείλεται κυρίως στη μορφή της στρατιωτικής δομής τους. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με θέματα ναυτιλίας, το οποίο, αν εξαιρέσει κανείς νομοθετήματα που αποτελούν υποχρεωτική ενσωμάτωση της διεθνούς και κοινοτικής νομοθεσίας, είναι στην πλειονότητά του αναχρονιστικό, χωρίς ουσιαστικά να έχει ανανεωθεί και επικαιροποιηθεί σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα εδώ και αρκετές δεκαετίες. Επίσης, ομολογείται σε διεθνές επίπεδο ότι η εν γένει παρουσία των Υπηρεσιών των προαναφερόμενων Υπουργείων στα διεθνή φόρα, έχει στερηθεί δημιουργικών πρωτοβουλιών και επιστημονικής τεκμηρίωσης, στο πλαίσιο αναζήτησης συνεργασιών και υποστήριξης από ευρύτερους ναυτιλιακούς, ακαδημαϊκούς και κοινωνικούς εταίρους και φορείς. Έτσι, χάνονται χρυσές ευκαιρίες ανάδειξης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας και αξιοποίησης διεθνών συγκυριών προς όφελος των εθνικών συμφερόντων και αναπαράγονται απλώς θέσεις στενών και συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων.